κούπα

κούπα
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 68 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 65 χλμ. ΒΔ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αξιούπολης.
* * *
η (ΑM κούπα)
νεοελλ.
1. είδος χαρτιών τής τράπουλας στα οποία απεικονίζεται κόκκινο καρδιόσχημο σύμβολο και, παλαιότερα, απεικονιζόταν ποτήρι
2. είδος παιχνιδιού με τράπουλα
3. φρ. «γίναμε από κούπες» ή «τά κάναμε από κούπες» — φιλονικήσαμε, μαλώσαμε
4. το φυτό λάγυνος η κοινή
νεοελλ.-μσν.
1. ποτήρι, κύπελλο
2. βαθύ πιάτο
3. η περιεκτικότητα ενός κυπέλλου («έβαλα στο γλυκό δύο κούπες ζάχαρη»)
μσν.
1. αγγείο, μεγάλο δοχείο
2. λύχνος, ποτήρι καντήλας
αρχ.
θολωτή τάφρος, τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cupa «κύπελλο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κούπα — η (λ. λατ.) 1. ποτήρι, κύπελλο και το υγρό περιεχόμενό του: Ήπιε μια κούπα γάλα. 2. φυλή παιγνιοχάρτων που έχει ως σύμβολο κόκκινο καρδιόσχημο σήμα: Παίζω ντάμα κούπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κούλπα ή Κούπα — (Kulpa ή Kupa). Ποταμός (379 χλμ.) της Κροατίας. Είναι παραπόταμος του Σάβου και χωρίζει την Κροατία από τη Σλοβενία. Πηγάζει από το όρος Καρστ, Α του Φιούμε. Σε μήκος 139 χλμ. είναι πλωτός …   Dictionary of Greek

  • Σάβος — Ποταμός της βόρειας πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που φτάνει στο Βελιγράδι ύστερα από ρου 712 χλμ (είναι ο μακρύτερος ποταμός που ρέει σε όλο το μήκος του στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Βοσνία Ερζεγοβίνη). Πηγάζει από τη… …   Dictionary of Greek

  • βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • καύκα — (I) η (Μ καύκα και καύκη) 1. το καυκί 2. κεφάλι, κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῦκος, ὁ «κούπα», με αλλαγή γένους]. (II) και καύχα, η (Μ καύκα και καύχα) η ερωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καῦκος, ὁ «κούπα», όπως και το καύκα (I) («αυτή μαζί …   Dictionary of Greek

  • κουπάκι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 86 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωρίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 81 χλμ. Δ της Άμφισσας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βαρδουσίων. * * * το 1. μικρή κούπα 2. είδος μαντείας που γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Βαλκανική χερσόνησος — Είναι η ανατολικότερη από τις τρεις ευρωπαϊκές χερσονήσους που βρέχονται από τη Μεσόγειο. Τα όριά της είναι μερικώς ακαθόριστα, επειδή δεν υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό φράγμα στα βόρειά της, όπου συνδέεται σε μήκος περίπου 1.200 χλμ. με τον… …   Dictionary of Greek

  • Suit (cards) — The four French playing card suits used primarily in the English speaking world: spades (♠), hearts (♥), diamonds (♦) and clubs (♣). In playing cards, a suit is one of several categories into which the cards of a deck are divided. Most often,… …   Wikipedia

  • Casse-langue — Virelangue Un virelangue (ou casse langue ou fourchelangue) est une locution (ou une phrase ou un petit groupe de phrases) à caractère ludique, caractérisée par sa difficulté de prononciation ou de compréhension orale, voire des deux à la fois.… …   Wikipédia en Français

  • Casse langue — Virelangue Un virelangue (ou casse langue ou fourchelangue) est une locution (ou une phrase ou un petit groupe de phrases) à caractère ludique, caractérisée par sa difficulté de prononciation ou de compréhension orale, voire des deux à la fois.… …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”